ναυφθορία
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
ἡ,
A shipwreck, loss of ships, AP7.73 (Tull. Gem.): pl., Man.1.324.
German (Pape)
[Seite 233] ἡ, Zerstörung, Verlust des Schiffes, Schiffbruch, im plur., Maneth. 1, 324 u. a. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ναυφθορία: ἡ, φθορά, ἀπώλεια πλοίων, ναυάγιον, Ἀνθ. Π. 7. 73, Μανέθων 1. 324.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
destruction d’un navire, naufrage.
Étymologie: ναύφθορος.
Greek Monolingual
η (Α ναυφθορία) ναύφθορος
φθορά ή και απώλεια πλοίου, ναυάγιο.
Greek Monotonic
ναυφθορία: ἡ, ναυάγιο, απώλεια πλοίων, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ναυφθορία: ἡ гибель корабля, кораблекрушение Anth.
Middle Liddell
ναυφθορία, ἡ,
shipwreck, loss of ships, Anth. [from ναύφθορος