ἀπέχθημα

From LSJ
Revision as of 15:05, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπέχθημα Medium diacritics: ἀπέχθημα Low diacritics: απέχθημα Capitals: ΑΠΕΧΘΗΜΑ
Transliteration A: apéchthēma Transliteration B: apechthēma Transliteration C: apechthima Beta Code: a)pe/xqhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A object of hate,    ETr.425.

German (Pape)

[Seite 289] τό, Gegenstand des Hasses, Eur. Tr. 425.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπέχθημα: -ατος, τό, πᾶν ὅ,τι μισεῖ τις, ἓν ἀπέχθημα πάγκοινον βροτοῖς Εὐρ. Τρῳ. 425.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
objet de haine.
Étymologie: ἀπεχθάνομαι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
objeto de odio κήρυκες, ... ἀ. ... βροτοῖς E.Tr.425.

Greek Monolingual

ἀπέχθημα, το (Α)
αντικείμενο μίσους ή αποστροφής.

Greek Monotonic

ἀπέχθημα: -ατος, τό (ἀπεχθάνομαι), αντικείμενο μίσους, ό,τι μισεί κάποιος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπέχθημα: ατος τό предмет ненависти Eur.

Middle Liddell

ἀπεχθάνομαι
an object of hate, Eur.

English (Woodhouse)

object of detestation, object of execration, object of hatred, object of loathing

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)