δωδεκαταῖος
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
α, ον,
A on the twelfth day, in twelve days, δ. ἀνεβίω Pl. R.614b, cf. Thphr.HP7.1.3; δυωδεκαταῖος ἀφ' ὧτέ νιν οὐδὲ ποτεῖδον Theoc.2.157. II twelve days old, Hes.Op.751 (in poet. form δυωδ-), Arist.HA567a5.
German (Pape)
[Seite 694] α, ον, u. ep. δυωδ., Hes. O. 749, am zwölften Tage; ἀνεβίω Plat. Rep. X, 614 b; auch Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
δωδεκᾰταῖος: -α, -ον, κατὰ τὴν δωδεκάτην ἡμέραν, δ. ἀνεβίω Πλάτ. Πολ. 614Β. ΙΙ. δώδεκα ἡμερῶν ἡλικίαν ἔχων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 749 (ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ δυωδ-), Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 12, 9.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui vient ou se fait le 12ᵉ jour.
Étymologie: δωδεκάτη.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): δυω- Hes.Op.751
1 de doce días de edad παῖς Hes.l.c., περὶ δωδεκαταῖα ὄντα τὰ τέκνα Arist.HA 567a5.
2 en el duodécimo día, a los doce días ἐπειδὰν δὲ δ. ᾖ κεκαυμένος Hp.Morb.3.16, cf. Coac.381, Loc.Hom.14, Epid.4.11, δ. ἀνεβίω resucitó a los doce días Pl.R.614b, δ. ἀφ' ὧτέ νιν ... ποτεῖδον doce días han pasado desde que lo he visto Theoc.2.157, cf. 2.4, Plb.20.11.2, γήθυον δὲ (διαφύεται) δεκαταῖον ἢ δωδεκαταῖον Thphr.HP 7.1.3.
Greek Monolingual
δωδεκαταῑος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που γίνεται τη δωδέκατη μέρα
2. αυτός που έχει ηλικία δώδεκα ημερών.
Greek Monotonic
δωδεκᾰταῖος: -α, -ον,
I. που γίνεται τη δωδέκατη μέρα, σε Πλάτ.
II. αυτός που είναι δώδεκα ημερών (ηλικιακά), σε Ησίοδ. (στον Επικ. τύπο δυωδ-).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δωδεκαταῖος -α -ον, ook δυωδεκαταῖος [δωδέκατος] van twaalf dagen:; παῖδα δυωδεκαταῖον een kind van twaalf dagen Hes. Op. 751; pred. op de twaalfde dag:. δωδεκαταῖος … ἀνεβίω op de twaalfde dag kwam hij tot leven Plat. Resp. 614b.
Russian (Dvoretsky)
δωδεκαταῖος: приходящийся на двенадцатый день: δ. ἐπὶ τῇ πυρᾷ κείμενος Plat. возложенный двенадцать дней спустя на костер; δ. ἀφ᾽ ὧτέ νιν οὐδὲ ποτεῖδον Theocr. вот уже двенадцать дней как я его не видел.
Middle Liddell
δωδεκᾰταῖος, η, ον
I. on the twelfth day, Plat.
II. twelve days old, Hes. (in epic form δυωδ-).