στραγγεία

From LSJ
Revision as of 19:29, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στραγγεία Medium diacritics: στραγγεία Low diacritics: στραγγεία Capitals: ΣΤΡΑΓΓΕΙΑ
Transliteration A: strangeía Transliteration B: strangeia Transliteration C: straggeia Beta Code: straggei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A hesitation, loitering, rejected by Poll.9.137; restd. for στρατεία in M.Ant.4.51, and for στρατηγία in Hsch. s.v. τευτασμός.

German (Pape)

[Seite 950] ἡ, das Zaudern, Poll. 9, 137.

Greek (Liddell-Scott)

στραγγεία: ἡ, δισταγμός, ὄκνος, μέλλησις, «χρονοτριβή», ἀδόκιμον παρὰ Πολυδ. Θ΄ , 137· ἀλλ’ οὕτως ἀναγνωστέον παρὰ Μάρκ. Ἀντων. 4. 51.

Greek Monolingual

ἡ, Α στραγγεύω
δισταγμός, επιφυλακτικότητα.