στοιχάς
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
English (LSJ)
άδος, ὁ, ἡ, (στοῖχος)
A in a row one behind another, esp. αἱ Στοιχάδες (sc. νῆσοι), name of the islands which lie in a row east of Toulon, now les Îles d' Hyères, A.R.4.554, Str.4.1.10. 2 ἐλᾶαι σ. olive-trees (prob. because planted in rows) which were not sacred, like the μορίαι, Sol. ap. Poll.5.36, Philoch.62. II στοιχάς, ἡ, an aromatic plant, cassidony, Lavandula Stoechas, Orph.A.918, Dsc. 3.26.
German (Pape)
[Seite 945] άδος, ὁ, ἡ, 1) in Reihen od. Zeilen stehend oder liegend. Bei Solon hießen ἐλάαι στοιχάδες, den μορίαις entggstzt, die in Reihen stehenden Oelbäume, die nicht heilig waren, Poll. 5, 36. – 2) cine gewürzige Pflanze; Diosc.; Orph. Arg. 921; auch zuweilen falsch στιχάς geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
στοιχάς: -άδος, ὁ, ἡ, (στοῖχος) κατὰ στοίχους ἢ σειράς, ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον, ὁλκάδες Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 6. 22· - αἱ Στοιχάδες (ἐξυπακ. νῆσοι) σειρὰ νήσων παρὰ τὴν Μασσαλίαν, τὰ νῦν les isles d΄ Hières, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 554, Στράβ. 184· πρβλ. Κυκλάδες, Σποράδες. 2) ἐλαῖαι στοιχάδες, ἐλαιόδενδρα (ἴσως ὡς πεφυτευμένα εἰς σειράς), τὰ ὁποῖα δὲν ἦσαν ἱερὰ ὡς αἱ μορέαι, Σόλων παρὰ Πολυδ. Ε΄ , 36, Φιλόχ. 62. ΙΙ. στοιχάς, ἡ, ἀρωματικόν τι φυτόν, Lavandula stoechs, Ὀρφ. Ἀργ. 916, Διοσκ. 3. 31.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
aligné ; subst. ἡ στοιχάς, sorte de lavande, plante.
Étymologie: στείχω.
Greek Monolingual
-άδος, ό, ἡ, Α
1. αυτός που είναι τοποθετημένος κατά στοίχους, κατά σειρές
2. το θηλ. ἡ στοιχάς
είδος του αρωματικού φυτού λαβαντίς, που ονομάστηκε έτσι από τις Στοιχάδες νήσους
3. (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) αἱ Στοιχάδες
(ενν. νήσοι) σειρά νησιών στη νοτιανατολική ακτή της Γαλλίας, κοντά στη Μασσαλία, που σήμερα ονομάζονται νήσοι Υέρ
4. φρ. «ἐλαῑαι στοιχάδες» — ελαιόδενδρα τα οποία ίσως ονομάστηκαν έτσι επειδή ήταν φυτευμένα κατά σειρές, δεν ήταν όμως ιερά όπως οι μορίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στοίχος + επίθημα -άς, -άδος
(πρβλ. στιβ-άς)].
Greek Monotonic
στοιχάς: -άδος, ἡ (στοῖχος), αυτός που κείται κατά στίχους, κατά σειρές· αἱΣτοιχάδες (ενν. νῆσοι), συστάδα νησιών κοντά στη Μασσαλία, που τώρα ονομάζονται les Isles d' Hières, σε Στράβ.
Middle Liddell
στοιχάς, άδος, στοῖχος
in rows:— αἱ Στοιχάδες (sc. νῆσοἰ a row of islands off Marseilles, now les Isles d' Hieres, Strab.