ἀρτοπώλιον
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
English (LSJ)
τό,
A baker's shop, Ar.Ra.112, Fr.155: -εῖον, Suid.
German (Pape)
[Seite 363] τό, = ἀρτοπωλεῖον, Ar. Ran. 112.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτοπώλιον: τὸ, τὸ μέρος ἔνθα πωλοῦνται οἱ ἄρτοι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 112· ἥκω Θεαρίωνος ἀρτοπώλιον λιπών, ἵν’ ἐστί κριβάνων ἑδώλια Ἀποσπ. 199, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 21: ― Κατὰ τὸν Σουΐδ. «ἀρτοπωλεῖον, τὸ μαγκιπεῖον ἐν ᾧ οἱ ἄρτοι γίνονται· ἀρτοπώλιον δὲ ὁ τόπος ἔνθα οἱ ἄρτοι πιπράσκονται»· ― κατὰ δὲ Ζωναρᾶν σ. 305 «ἀρτοπώλιον, ὁ τόπος ἔνθα οἱ ἄρτοι πιπράσκονται· ἀρτοπολεῖον δὲ τὸ μαγκιπεῖον, ἐν ᾧ οἱ ἄρτοι γίνονται· μικρὸν καὶ δίφθογγον»· πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 21.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
boulangerie.
Étymologie: ἀρτόπωλις.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): -εῖον Pall.H.Laus.37.7, Poll.7.21, Sud.
panadería Ar.Ra.112, Fr.1, Philostr.VS 526, Poll.l.c., Pall.l.c., Sud.
Greek Monolingual
ἀρτοπώλιον, το (Α) αρτόπωλις
το αρτοπωλείο.
Greek Monotonic
ἀρτοπώλιον: τό, αρτοποιείο, φούρνος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτοπώλιον: τό булочная Arph.