μιμῳδός

From LSJ
Revision as of 09:35, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑμῳδός Medium diacritics: μιμῳδός Low diacritics: μιμωδός Capitals: ΜΙΜΩΔΟΣ
Transliteration A: mimōidós Transliteration B: mimōdos Transliteration C: mimodos Beta Code: mimw|do/s

English (LSJ)

ὁ,

   A singer of μῖμοι, Plu.Sull.2, Vett.Val.4.17.

German (Pape)

[Seite 188] Mimen singend, vortragend, Plut. Sull. 2.

Greek (Liddell-Scott)

μιμῳδός: ὁ, ὁ ᾄδων μίμους, Πλουτ. Σύλλ. 2.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
acteur de mimes et chanteur tout à la fois.
Étymologie: μῖμος, ᾠδή.

Greek Monolingual

μιμῳδός, ὁ (Α)
αυτός που τραγουδούσε σε μίμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος + -ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. κιθαρ-ωδός].

Greek Monotonic

μιμῳδός: ὁ, τραγουδιστής του δραματικού ποιητικού είδους μῖμοι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

μῑμῳδός: ὁ мимод, мим-певец Plut.

Middle Liddell

μιμ-ῳδός, οῦ, ὁ,
a singer of μῖμοι, Plut.