Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νυμφαῖος

From LSJ
Revision as of 09:50, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυμφαῖος Medium diacritics: νυμφαῖος Low diacritics: νυμφαίος Capitals: ΝΥΜΦΑΙΟΣ
Transliteration A: nymphaîos Transliteration B: nymphaios Transliteration C: nymfaios Beta Code: numfai=os

English (LSJ)

α, ον, (νύμφη)

   A of or sacred to the Nymphs, σκοπιαί E.El.447(lyr.) ; νᾶμα AP14.71 ; δρυες Tryph.324 ; νυμφαία λιβάς pure spring water, prob.l. in Antiph.52.13.    II νυμφαῖον, τό, sanctuary of the Nymphs, IG 11(2).144A91 (Delos, iv B. C.), CIG4616 (Syria, ii A. D.), Plu.Alex.7, etc. : Boeot. νυνφῆον Schwyzer 485.6 (Thespiae, iii B. C.) ; esp. fountain with architectural background, Philostr.VA8.12.    III ν. πτέρις, = θηλυπτερίς, Dsc.4.185 ; = δρυοπτερίς, Ps.-Dsc.4.187. [νυμφαῐον is doubtful in E.IT216 (lyr.) : fort. νύμφαν.]

Greek (Liddell-Scott)

νυμφαῖος: -α, -ον, (νύμφη) ὁ ἀνήκων ἢ ἀφιερωμένος εἰς τὰς νύμφας, σκοπιαὶ Εὐρ. Ἑλ. 447· νᾶμα Ἀνθ. Π. 14. 71· νυμφαία λιβάς, καθαρὸν πηγαῖον ὕδωρ, πιθ. γραφὴ ἐν Ἀντιφάνους «Ἀφροδισίῳ» 1. 13. ἔνθα ἴδε Meineke.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne les nymphes, consacré aux nymphes.
Étymologie: νύμφη.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α νυμφαῑος, -αία, -ον) Νύμφα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις αρχαίες θεότητες Νύμφες («νυμφαίου νάματος ἁψάμενος», Ανθ. Παλ.)
2. (το ουδ. ως ο υ σ.) το νυμφαίο(ν)
ιερό τών Νυμφῶν, τόπος όπου λατρευόταν οι Νύμφες
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. κρήνη, βρύση, πηγή με αρχιτεκτονικό βάθος
2. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Νυμφαῑα
εορτή προς τιμήν τών Νυμφών
3. φρ. α) «νυμφαία πτέρις»
i) το φυτό θηλυπτερίς. ii) το φυτό δρυοπτερίς. β) «νυμφαία λιβάς». πηγαίο, καθαρό νερό.

Greek Monotonic

νυμφαῖος: -α, -ον (νύμφη), αυτός που ανήκει ή είναι αφιερωμένος στις Νύμφες, σε Ευρ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

νυμφαῖος: населенный нимфами или посвященный нимфам (σκοπιαί Eur.; νᾶμα Anth.).

Middle Liddell

νυμφαῖος, η, ον νύμφη
of or sacred to the nymphs, Eur., Anth.