οἰκείωσις
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
εως, ἡ,
A appropriation, οἰ. ποιεῖσθαί τινος Th.4.128 : pl., profits, Vett.Val.202.17. 2 affinity, Ph.1.142, al. ; attraction, affection (cf. οἰκεῖος 111.2b), πρός τινα Diogenian.Epicur.4.55, Ph.1.256, Stoic.1.49, al., Asp. in EN 44.27, cf. Hierocl.p.35 A. ; ἡ πρὸς τὸ ζῆν οἰ. Plot.4.4.44 ; propensity, εἰς ἡδονήν Gal.5.456 ; τῆς ψυχῆς, opp. ἀλλοτρίωσις, Plot.3.6.1, 3.8.8, al., Porph.Sent.18 ; becoming familiar with, εἰς τοὺς θεούς Iamb.VP24.106.
German (Pape)
[Seite 299] ἡ, das zum Verwandten, Freunde Machen, Gewinnen, Sp. Ueberh. Aneignung, οἰκείωσιν ποιεῖσθαί τινος, = οἰκειοῦσθαι, Thuc. 4, 128.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκείωσις: ἡ, ἐξοικείωσις, Κλήμ. Ἀλ. 777. 2) τὸ λαμβάνειν τι ὡς οἰκεῖον ἑαυτῷ, ἰδιοποίησις, οἰκείωσιν ποιεῖσθαί τινες Θουκ. 4. 128. 3) προσαρμογή, Πλούτ. 2. 1038C.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de s’approprier ou de se concilier.
Étymologie: οἰκειόω.
Greek Monotonic
οἰκείωσις: ἡ (οἰκειόω), το να θεωρεί κάποιος κάτι ως δικό του, οικειοποίηση, ιδιοποίηση, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
οἰκείωσις: εως ἡ
1) присвоение: οἰκείωσιν ποιεῖσθαί τινος Thuc. присваивать себе что-л.;
2) приспособление, приноравливание (τινι Plut.).
Middle Liddell
οἰκείωσις, ιος, ἡ, οἰκειόω
a taking as one's own, appropriation, Thuc.