ἀνωτερικός
γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → it is silence that gives women dignity
English (LSJ)
ή, όν,
A upper in point of place, inland (v. ἄνω (B) A. 11.1f), Act.Ap.19.1. 2 of a medicine, given by the mouth, τροχίσκος Archig. ap. Aët.9.42, cf. Cass.Fel.48. II τὸ -κόν medicine which takes effect upwards, emetic, Hp.Superf.29, Gal.10.969.
German (Pape)
[Seite 269] zum Obern gehörig, φάρμακα Gal.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνωτερικός: -ή, -όν, τὰ ἀνωτερικὰ μέρη, τὰ ὑψηλά, τὰ μεσόγαια (ἴδε ἄνω ΙΙ. 1. ε), Πράξ. Ἀπ. ιθ΄, 1. ΙΙ. παρ’ Ἱππ. 264. 11, τὸ ἀνωτερικόν, φάρμακον ἐνεργοῦν πρὸς τὰ ἄνω, ἐμετικόν.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui agit par en haut;
2 situé dans l’intérieur des terres.
Étymologie: ἀνώτερος.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I adj.
1 en la parte alta, en el interior (de un país) διελθόντα τὰ ἀνωτερικὰ μέρη Act.Ap.19.1.
2 medic. que se administra por vía oral τροχίσκος Archig. en Aët.9.42 (p.379), cf. Cass.Fel.48.
II subst. medic. τὸ ἀ. vomitivo Hp.Superf.29, Hp.Steril.217, Gal.10.969.
English (Strong)
from ἀνώτερος; superior, i.e. (locally) more remote: upper.
English (Thayer)
ἀνωτερικη, ἀνωτερικον (ἀνώτερος), upper: τά ἀνωτερικά μέρη, Hippocrates and) Galen.)
Greek Monolingual
ἀνωτερικός, -ή, -όν (AM)
αυτός που βρίσκεται στα ενδότερα, στο εσωτερικό μιας χώρας
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀνωτερικόν
εμετικό φάρμακο.
Greek Monotonic
ἀνωτερικός: -ή, -όν, ψηλότερα, στο εσωτερικό μέρος της χώρας, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἀνωτερικός: лежащий выше или в глубине страны (τὰ ἀνωτερικὰ μέρη NT).
Middle Liddell
[from ἀνώτερος
upper, inland, NTest.
Chinese
原文音譯:¢nwterikÒj 安挪帖利可士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:(屬)向上(的)
字義溯源:上級的,較高的,在內的,上邊;源自(ἀνώτερος)=較高的),而 (ἀνώτερος)出自(ἄνω / ἀνεγκλησία)=上面), (ἄνω / ἀνεγκλησία)又出自(ἀντί)*=相對,代替,交換)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 上邊(1) 徒19:1