ἐποικονομία

From LSJ
Revision as of 16:30, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐποικονομία Medium diacritics: ἐποικονομία Low diacritics: εποικονομία Capitals: ΕΠΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Transliteration A: epoikonomía Transliteration B: epoikonomia Transliteration C: epoikonomia Beta Code: e)poikonomi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A apporlionment, ἔργων ἢ παθῶν ἐ. rhetorical arrangement of them, Longin.11.2(nisi leg. ἐποικοδομία).

German (Pape)

[Seite 1007] ἡ, das Hinzufügen u. richtig Vertheilen, ἔργων ἢ παθῶν Longin. 11, 2, od. v. l. ἐποικοδομία, Vergrößerung in der Darstellung, exaggeratio. S. ἐποικοδόμησις.

Greek (Liddell-Scott)

ἐποικονομία: ἡ, ἀνάλογος διανομή, ἐποικονομίαν ἔργων ἢ παθῶν Λογγῖν. 11, 6 (εἰ μὴ ἀναγνωστέον ἐποικοδομία).

Greek Monolingual

ἐποικονομία, ἡ (Α)
διανομή κατ’ αναλογία.