πορνοβοσκέω
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
A keep a brothel, Ar.Pax849, Hyp.Ath.3, Herod.2.77, Vett.Val.61.23. II waste one's substance on harlots, Palaeph.6.
German (Pape)
[Seite 684] Huren halten, Hurenwirthschaft treiben; Ar. Pax 815; Plut. reg. apophth. Xerx.
Greek (Liddell-Scott)
πορνοβοσκέω: διατηρῶ πόρνας ἢ πορνεῖον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 849.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
tenir une maison de prostitution.
Étymologie: πορνοβοσκός.
Greek Monotonic
πορνοβοσκέω: μέλ. -ήσω, διατηρώ πορνείο (οίκο ανοχής), σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πορνοβοσκέω: содержать дом разврата Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πορνοβοσκέω [πορνοβοσκός] bordeel houden, pooier zijn.
Middle Liddell
πορνοβοσκέω, fut. -ήσω
to keep a brothel, Ar.