αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
Ar. and P. ἀλαζών. P. μεγαλόφρων, κομπώδης (Thuc.), ὑπερήφανος, V. ὑπέρφρων, ὑψήγορος, στόμαργος, ὑψηλόφρων (also Plato but rare P.), Ar. and V. γαῦρος.
of words, etc.: P. and V. ὑψηλός, V. ὑπέρκοπος.