engagement
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English > Greek (Woodhouse)
substantive
business: P. πραγματεία, ἡ. ἀσχολία, ἡ, ἐργασία, ἡ; see business.
conflict: P. and V. ἀγών, ὁ, μάχη, ἡ, ἅμιλλα, ἡ, V. συμβολή, ἡ, ἀγωνία, ἡ, ἆθλος. ὁ, Ar. and P. σύνοδος. ἡ.
in the heat of the engagement they deserted to the Lacedaemonians: P. μετέστησαν ἐν τῷ ἔργῳ παρὰ τούς Λακεδαιμονίους (Thuc. 1, 107).
promise: P. and V. ὑπόσχεσις, ἡ.
agreement, covenant: P. and V. σύμβασις, ἡ, συνθῆκαι, αἱ, σύνθημα, τό, P. συμβόλαιον, τό.