γειομόρος

From LSJ
Revision as of 17:20, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γειομόρος Medium diacritics: γειομόρος Low diacritics: γειομόρος Capitals: ΓΕΙΟΜΟΡΟΣ
Transliteration A: geiomóros Transliteration B: geiomoros Transliteration C: geiomoros Beta Code: geiomo/ros

English (LSJ)

   A = γεωμόρος, A.R.3.1387, AP9.438 (Phil.), D.P.190.

German (Pape)

[Seite 478] = γεωμόρος, ackerbestellend, Ap. Rh. 3, 1387; βότρυος Apollnds 5 (VI, 238); a. sp. D.; ἄροτρον Dion. Per. 190.

Greek (Liddell-Scott)

γειομόρος: ἴδε ἐν λ. γημόρος: ― γειοπόνος, γειοτόμος, ἴδε ἐν λ. γεω-.

Greek Monolingual

γειομόρος, ο (Α)
1. αυτός που κατοικεί σε αγρό και τον καλλιεργεί
2. εκείνος που κατοικεί μέσα στη γη («γειομόροι μύρμηκες»)
3. αυτός που κατέχει μοίρα, κομμάτι γης
4. (για το αλέτρι) αυτό που χωρίζει τη γη, το χώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γειο- < γη + -μορος < μείρομαι «μετέχω σε κάτι, παίρνω το μερίδιο που μου ανήκει, διαιρώ»].

Russian (Dvoretsky)

γειομόρος: ὁ Anth. = γεωμόρος.