διάφρυκτος

From LSJ
Revision as of 18:20, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάφρυκτος Medium diacritics: διάφρυκτος Low diacritics: διάφρυκτος Capitals: ΔΙΑΦΡΥΚΤΟΣ
Transliteration A: diáphryktos Transliteration B: diaphryktos Transliteration C: diafryktos Beta Code: dia/fruktos

English (LSJ)

ον,    A parched, of beans used in voting, Hsch.:—hence δια-φρυκτόω, vote or cast lots, Id., EM271.50, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

διάφρυκτος: -ον, (κύαμος) = ψῆφος, κλῆρος, «ὁ γὰρ κύαμος παρ’ Ἀθηναίοις φρυκτός, ἐλάμβανον δὲ οἱ δικάζοντες τοῦτον ἀντὶ ψῆφου» Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ον
tostado ἄγνου σπέρμα ... διάφρυκτον Philagr. en Aët.11.34, δ. κλῆρος· κύαμος (debido al color de las habas tostadas usadas en algunas votaciones), Hsch.; cf. φρυκτός.

Greek Monolingual

διάφρυκτος, -ον (Α)
1. (για τα κουκιά που χρησιμοποιούσαν στην ψηφοφορία) ψημένος, καβουρντισμένος
2. το αρσ. ως ουσ. διάφρυκτος (ενν. κύαμος)
ψήφος.