καλλίσφυρος
Κυάμων απέχου, εμψύχων απέχου → Avoid broad-beans, avoid animals (Pythagorean injunctions)
English (LSJ)
ὁ, ἡ (fem. -σφύρα Sch.B.Scol.Oxy.5i24), A beautifulankled, of women, καλλισφύρου εἵνεκα νύμφης Il.9.560, cf. 14.319, Od. 5.333; Νίκη Hes.Th.384; Ἥβη Poet. ap. Luc.DMort.16.1.
German (Pape)
[Seite 1311] mit schönen Knöcheln am Fuße, schönfüßig, Beiwort schöner Frauen; Il. 14, 319 Od. 5, 333; νίκη Hes. Th. 384. 507; Ἥβη Luc. D. mort. 16, 1.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίσφῠρος: ὁ, ἡ, ἐπὶ γυναικῶν, ἡ ἔχουσα καλὰ σφυρά, καλλισφύρου ἕνεκα νύμφης Ἰλ. Ι. 560 (556), πρβλ. Ξ. 319, Ὀδ. Ε. 333· Νίκη Ἡσ. Θ. 384, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καλλίσφυρος· καλή, ἀπὸ μέρους. εὔρυθμος».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux belles chevilles, aux beaux pieds.
Étymologie: καλός, σφυρόν.
English (Autenrieth)
(σφυρά): fair-ankled.
Greek Monolingual
καλίσφυρος, -ον, θηλ. και καλλισφύρα (Α)
αυτός που έχει ωραίους αστραγάλους («καλλίσφυρος Ἰνώ», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -σφυρος (< σφυρόν «αστράγαλος»), πρβλ. λευκό-σφυρος, ροδό-σφυρος].
Greek Monotonic
καλλίσφῠρος: ὁ, ἡ (σφυρόν), αυτή που έχει ωραίους αστραγάλους, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
καλλίσφῠρος: с красивыми лодыжками, т. е. с изящными ногами (νύμφη Hom.; νίκη Hes.; Ἣβη Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλίσφυρος -ον [καλός, σφυρόν] met fraaie enkels:. καλλισφύρου εἵνεκα νύμφης vanwege een meisje met prachtige enkels Il. 9.560.