Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατακοιμίζω

From LSJ
Revision as of 22:54, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακοιμίζω Medium diacritics: κατακοιμίζω Low diacritics: κατακοιμίζω Capitals: ΚΑΤΑΚΟΙΜΙΖΩ
Transliteration A: katakoimízō Transliteration B: katakoimizō Transliteration C: katakoimizo Beta Code: katakoimi/zw

English (LSJ)

   A = κατακοιμάω 11 (for which it is a constant v.l.), lull to sleep, τὴν φυλακήν Hecat.33J.; τὰ δυσυπνοῦντα τῶν παιδίων Pl.Lg.790d, cf. Smp.223d (v.l. -κοιμήσαντ'), Luc.VH2.34,Asin.6: metaph., κ. τὸν λύχνον Phryn.Com.24; ὀργάς Com.Adesp.521; τοὺς πολεμίους Plu.2.346c:—Pass., go to sleep, Plb.3.67.2; of troublesome questions, ἵνα… ἀεὶ ἂν κατακοιμισθῶσιν IG22.1121.26.    II sleep through, τὴν φυλακήν sleep out one's watch, Hdt.9.93. Ael. NA1.15, al.; τῆς ἡμέρας τὸ Χρησιμώτατον -κοιμίζουσα X.Mem.2.1.30.

German (Pape)

[Seite 1354] 1) einschläfern, zu Bett u. in Schlaf bringen; τὰ δυσυπνοῦντα τῶν παίδων Plat. Legg. VII, 790 d; Sp.; übertr., λύχνον, auslöschen, Phryn. com. bei Ath. XV, 700 f; ἐξαπατήσας καὶ κατακοιμίσας τοὺς πολεμίους Plut. de glor. Ath. 2 M., »die Feinde einschläfern«. – 2) verschlafen, τῆς ἡμέρας τὸ χρησιμώτατον Xen. Hem. 2, 1, 30; φυλακήν Ael. H. N. 1, 15. – Vgl. κατακοιμάω.

Greek (Liddell-Scott)

κατακοιμίζω: κατακοιμάω ΙΙ (ἀνθ’ οὗ ἀπαντᾷ συνεχῶς ὡς διάφ. γραφ.), βάλλω τινὰ νὰ κοιμηθῇ, «νανουρίζω», ὅπερ καταβαυκαλῶ λέγει ὁ Πολυδ. 9. 127 τὰ δυσπνοῦντα τῶν παιδίων Πλάτ. Νόμ. 790D, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 34∙ μεταφ., κ. τὸν λύχνον, σβεννύω τὸν λ., Φρύν. Κωμ. ἐν «Μονοτρ.» 6∙ ἐξαπατήσας καὶ κατακοιμίσας τοὺς πολεμίους Πλούτ. 2. 346C. - Παθ., ἐπὶ ὀχληρῶν ζητημάτων, ἵνα… ἀεὶ ἂν κατακοιμισθεῖεν Συλλ. Ἐπιγρ. 356. 24. - Ἐπὶ τῆς ἀμεταβ. σημασίας ὁ μόνος ὀρθὸς τύπος εἶναι τὸ κατακοιμάω.

French (Bailly abrégé)

1 coucher, endormir (des enfants) : τοὺς πολεμίους PLUT endormir la vigilance de l’ennemi;
2 passer à dormir : τὴν φυλακήν ÉL le temps de la veille;
3 faire dormir : τῆς ἡμέρας τὸ χρησιμώτατον XÉN pendant la plus précieuse partie de la journée.
Étymologie: κατά, κοιμίζω.

Greek Monolingual

κατακοιμίζω)
1. κάνω κάποιον να κοιμηθεί βαθιά, αποκοιμίζω (κατακοιμίζειν τὰ δυσυπνοῡντα τῶν παιδίων αἱ μητέρες», Πλάτ.)
2. γαληνεύω, καταπραΰνωκατακοιμίζω τοὺς πολεμίους», Πλούτ.)
αρχ.
1. εξασθενίζω, αδυνατίζω
2. κοιμάμαι παραμελώντας σοβαρά καθήκοντα ή δυσεπίλυτα ζητήματα
3. μέσ. κατακοιμίζομαι
πηγαίνω να κοιμηθώ.

Greek Monotonic

κατακοιμίζω: μέλ. -σω = κατακοιμάω II, σε Πλάτ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

κατακοιμίζω:
1) усыплять, убаюкивать (τὰ δυσυπνοῦντα τῶν παίδων Plat.): κ. τοὺς πολεμίους Plut. усыплять бдительность врагов;
2) заставлять проспать (τῆς ἡμέρας τὸ χρησιμώτατον Xen.). - см. тж. κατακοιμάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-κοιμίζω in slaap brengen:; κατακοιμίζειν τὰ δυσυπνοῦντα τῶν παιδίων de moeilijk slapende kinderen in slaap brengen Plat. Lg. 790d; naar bed brengen:. τὸν Ἀλέξανδρον ἐπεὶ κατεκοίμισεν toen zij Alexander in bed had gestopt Xen. Hell. 6.4.36. slapend doorbrengen, verslapen;. τὴν φυλακήν κ. zijn wacht slapend doorbrengen Hdt. 9.93.3; τῆς ἡμέρας τὸ χρησιμώτατον κ. het nuttigste gedeelte van de dag verslapen Xen. Mem. 2.1.30.

Middle Liddell

fut. σω = κατακοιμάω, II, Plat., Luc.]