κογχοθήρας
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
English (LSJ)
α, ὁ, A mussel-catcher, Epich.42.8.
German (Pape)
[Seite 1465] ὁ, Muschelsänger, Epicharm. bei Ath. III, 85 d.
Greek (Liddell-Scott)
κογχοθήρας: -ου, ὁ, ὁ θηρεύων, ἁλιεύων κογχύλια, Ἐπίχ. 22.
Greek Monolingual
κογχοθήρας, ὁ (Α)
αυτός που αλιεύει κοχύλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόγχη + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. βαθμο-θήρας, προικο-θήρας].