μελαναυγής

From LSJ
Revision as of 12:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰναυγής Medium diacritics: μελαναυγής Low diacritics: μελαναυγής Capitals: ΜΕΛΑΝΑΥΓΗΣ
Transliteration A: melanaugḗs Transliteration B: melanaugēs Transliteration C: melanavgis Beta Code: melanaugh/s

English (LSJ)

ές,    A dark-gleaming, νασμός E.Hec.153 (anap.), cf. Orph.A.513.

German (Pape)

[Seite 119] ές, schwarz scheinend, dunkel, νασμὸς μ., das Blut, Eur. Hec. 152.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰναυγής: -ές, σκοτεινῶς λάμπων, νασμὸς Εὐρ. Ἑκ. 154· - ποιητ. θηλ. μελαναυγέτις, ιδος, Ὀρφ. Ἀργ. 515, ἐκ διορθώσ. τοῦ Ἑρμάννου.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui est d’un noir brillant.
Étymologie: μέλας, αὐγή.

Greek Monolingual

μελαναυγής, -ές (ΑM)
αυτός που έχει μαύρη όψη, σκοτεινή λάμψη, μελαμφαής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -αυγής (< αυγή), πρβλ. κυαν-αυγής, πυρ-αυγής].

Greek Monotonic

μελᾰναυγής: -ές (αὐγή), αυτός που εκπέμπει σκοτεινή λάμψη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μελᾰναυγής: отливающий черным, т. е. темный (νασμός Eur.).

Middle Liddell

μελᾰν-αυγής, ές αὐγή
dark-gleaming, Eur.