πανδάλητος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
[prob. ᾰ], ον, (δηλέομαι, δάλλει) A = ἐπίτριπτος, Hippon.2 (vv.Il. πανδάληκτος, πανδαύληκτος, whence Bgk. proposes πανδαύχνητος, = πανδάφνωτος, all laurel-crowned).
German (Pape)
[Seite 457] dor. = πανδήλητος, Hipponax bei Tzetz. zu Lycophr. 425.
Greek (Liddell-Scott)
πανδάλητος: -ον, Δωρ. ἀντὶ τοῦ πανδήλητος, ὁ τὰ πάντα καταστρέφων, Ἱππῶναξ 18, ἔνθα τινὰ τῶν Ἀντιγράφων ἔχουσι πανδάληκτος, πανδαύλητος, καὶ ἐντεῦθεν ὁ Bgk. προτείνει τὴν γραφήν: πανδαύχνητος = πανδάφνωτος, ὅλως ἐστεμμένος διὰ δάφνης.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. επίτριπτος, αυτός που φθείρει, που καταστρέφει τα πάντα, βλαπτικότατος
2. (με παθ. σημ.) ο εντελώς κατεστραμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -δάλητος (< δηλοῦμαι / -έομαι «βλάπτω, επιφέρω βλάβη»), με βραχύ -α- για μετρικούς λόγους].