πολύπικρος
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ον, A very keen or bitter: neut. pl. as Adv., Od.16.255: regul.Adv. -κρως Eust.1801.35.
German (Pape)
[Seite 668] sehr bitter, sehr schmerzhaft; μὴ πολύπικρα καὶ αἰνὰ βίας ἀποτίσεαι, adverbial, Od. 16, 255. – Adv., Eust.
Greek (Liddell-Scott)
πολύπικρος: -ον, ὁ πολὺ δριμὺς ἢ πικρός· πολύπικρα ὡς ἐπίρρ., = πολὺ πικρῶς, Ὀδ. Π. 255· ὁμαλ. ἐπίρρ. πολυπίκρως, Εὐστ. 1801. 35.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très amer.
Étymologie: πολύς, πικρός.
English (Autenrieth)
neut. pl. as adv., very bitterly, Od. 16.255†.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
ο πολύ πικρός, ο πολύ θλιβερός
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πολύπικρα
με πολύ πικρό τρόπο.
επίρρ...
πολυπίκρως Μ
με πολλή πίκρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πικρός.
Greek Monotonic
πολύπικρος: -ον, οξύς ή πικρός· πολύπικρα ως επίρρ., σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
πολύπικρος: досл. весьма горький, перен. мучительный, жестокий: πολύπικρα καὶ αἰνά Hom. себе на горе и на несчастье.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύπικρος -ον [πολύς, πικρός] zeer bitter.