συστράτηγος
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
(proparox.), ὁ, A fellow-general, E.Ph.745, Th.2.58, X.An.2.6.29, Μους. Σμυρν. 1878p.54 (Erythrae), etc.
German (Pape)
[Seite 1045] ὁ, Mitfeldherr, College des στρατηγός; Eur. Phoen. 745; Thuc. 2, 58; Xen. An. 2, 6, 29.
Greek (Liddell-Scott)
συστράτηγος: ὁ, ὁ στρατηγῶν μετ’ ἄλλου, μετέχων τῆς στρατηγίας, Εὐρ. Φοίν. 745, Θουκ. 2. 58, Πλάτ., Ξεν., κλπ· θηλ. συστρατηγέτις, ιδος, Νικήτ. Χων. 1, σ. 13D.
French (Bailly abrégé)
c. συστρατηγός.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, θηλ. συστρατηγέτις, -ιδος, Μ
αυτός που είναι μαζί με άλλον στρατηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + στρατηγός.
Greek Monotonic
συστράτηγος: ὁ, στρατηγός μαζί με άλλους, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
συστράτηγος: (ᾰ) ὁ товарищ или помощник командующего Eur., Thuc., Xen., Plat., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συ-στράτηγος -ου, ὁ, Att. ook ξυστράτηγος mede-aanvoerder, medegeneraal.
Middle Liddell
συ-στράτηγος, ὁ,
a joint-commander, Eur., Thuc., etc.