τηνόθι
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
Adv. of τῆνος, A in that case, then, Theoc.8.44.
German (Pape)
[Seite 1108] dor. statt ἐκεῖ, dort, Theocr. 8, 44.
Greek (Liddell-Scott)
τηνόθι: Ἐπίρρ. τοῦ τῆνος, ἐν ἐκείνῃ τῇ περιπτώσει, τότε, Θεόκρ. 8. 44.
French (Bailly abrégé)
adv.
dor. c. ἐκεῖ : en ce cas-là, alors.
Étymologie: τῆνος, -θι.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. σ' εκείνην τη χρονική στιγμή ή σ' εκείνην την περίοδο, τότε («αἱ δ' ἄν ἀφέρπῃ, χώ ποιμὰν ξηρὸς τηνόθι χ' αἱ βοτάναι», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῆνος, δωρ. τ. του ἐκεῖνος + επιρρμ. κατάλ -ό-θι (βλ. λ. -θι), πρβλ. αυτό-θι].
Greek Monotonic
τηνόθι: επίρρ., τουτῆνος, σ' εκείνη την περίπτωση, τότε, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
τηνόθι: adv. там, тж. тогда или в этом случае Theocr.