ἀνακτόριος
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
English (LSJ)
α, ον, A belonging to a lord or king, royal, ὕες Od.15.397. II ἀνακτόριον, τό, = ἀνάκτορον, Hsch., Suid., v.l. in Hdt. 9.65. 2 = ξιφίον, Ps.-Dsc.4.20. III -ιος, ὁ, = ἀρτεμισία, Id.3.113.
German (Pape)
[Seite 194] dem Herrscher gehörig, herrschaftlich, ὕες Od. 15, 397, vgl. Apoll. lex. Hom. u. Lehrs Aristarch. p. 156 sq.; ἀνακτόριον ἱερόν, v. l. für ἀνάκτορον, Her. 9, 65.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακτόριος: -α, -ον, ὁ, ἀνήκων εἰς κύριον ἢ ἡγεμόνα, βασιλέα, ὕεσσιν ἀνακτ. Ὀδ. Ο. 397. ΙΙ. ἀνακτόριον, τό, = ἀνάκτορον, Ἡσύχ., Σουΐδ.· ἐν Ἡροδ. 9. 65 ἀνάκτορον εἶναι ἡ ὀρθοτέρα γραφή.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
du roi, royal.
Étymologie: ἀνάκτωρ.
English (Autenrieth)
(ἀνάκτωρ): belonging to the master, ὕες, Od. 15.397†.
Spanish (DGE)
-α, -ον
I adj. del rey, real ὕεσσιν ἀνακτορίῃσιν Od.15.397.
II subst.
1 τὰ ἀ. templo Eudoc.Cypr.1.228, Sud.
2 bot. τὸ ἀ. gladiolo, Gladiolus segetum L., Ps.Dsc.4.20, Ps.Apul.Herb.79.17.
3 bot. ὁ ἀ. ajenjo moruno, Artemisia arborescens L. o artemisia, hierba de San Juan, Artemisia vulgaris L., Ps.Dsc.3.113.
Greek Monolingual
ἀνακτόριος, -ία, -ιον (Α) ἀνάκτωρ
ο ανακτορικός.
Greek Monotonic
ἀνακτόριος: -α, -ον (ἀνάκτωρ), αυτός που ανήκει σε άρχοντα ή βασιλιά, βασιλικός, ηγεμονικός, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακτόριος: господский, хозяйский (ὕες Hom.).