ἐξαπάτη
ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities
English (LSJ)
[πᾰ], ἡ, A deceit, Hes.Th.205 (pl.), Thgn.390 (pl.), X.An. 7.1.25, App.BC5.22.
German (Pape)
[Seite 870] ἡ, = simpl., Betrug, Täuschung; Hes. Th. 205 Theogn. 382; von Xen. An. 7, 1, 25 an in Prosa.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰπάτη: ἡ, τὸ ἐξαπατᾶν, ἐξαπάτησις, Ἡσ. Θ. 205, Θέογν. 390, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 25.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
tromperie, ruse.
Étymologie: ἐξαπατάω.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): dór. -ᾱ IG 42.123.26 (Epidauro IV a.C.)
• Prosodia: [-πᾰ-]
engaño, embeleco μειδήματά τ' ἐξαπάτας τε como propio de Afrodita, Hes.Th.205, ψεύδεά τ' ἐξαπάτας τ' Thgn.390, ἢν δὲ ... Λαικεδαιμονίους ... τῆς ἐξαπάτης τιμωρησώμεθα si castigamos a los lacedemonios por su engaño X.An.7.1.25, μετ' ἐξαπάτης App.BC 5.22, οἱ ἐπ' ἐξαπάτῃ ... λόγοι historias para engañar D.45.46, ἐξαπάτης εἵνεκα D.20.98, δηλοῖ τὰν ἐξαπάταν ἅπασαν IG l.c., cf. D.H.8.2, 12.11, πρὸς ἐξαπάτην αὐτῶν ἐτράπη D.C.Epit.8.25.2, τὴν ἑαυτῶν ἐξαπάτην γελᾶν Eun.Hist.37.16.
Greek Monolingual
ἐξαπάτη, η (Α)
εξαπάτηση, απάτη, ξεγέλασμα («μειδήματά τ' ἐξαπάτας τε», Ησίοδ.).
Greek Monotonic
ἐξᾰπάτη: ἡ, χονδροειδής απάτη, δόλος, εξαπάτηση, σε Ησίοδ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐξᾰπάτη: (ᾰ) ἡ обман Hes., Xen.