Τιτανοκτόνος
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
English (LSJ)
ον, A slaying Titans, Batr.281.
German (Pape)
[Seite 1120] Titanen tödtend, Batrach. 273.
Greek (Liddell-Scott)
Τῑτᾱνοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων Τιτᾶνας, ὅπλον... μέγα Τιτανοκτόνον Βαβρ. 273 (281).
Greek Monotonic
Τῑτᾱνοκτόνος: -ον (κτείνω), αυτός που σκοτώνει τους Τιτάνες, σε Βατραχομ.