δεδοικότως

From LSJ
Revision as of 21:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεδοικότως Medium diacritics: δεδοικότως Low diacritics: δεδοικότως Capitals: ΔΕΔΟΙΚΟΤΩΣ
Transliteration A: dedoikótōs Transliteration B: dedoikotōs Transliteration C: dedoikotos Beta Code: dedoiko/tws

English (LSJ)

Adv. part. pf. of δείδω, A = δεδιότως, Ruf.Interrog.2, Philostr.VA4.20.

German (Pape)

[Seite 534] furchtsam, Philostr. v. Apoll. 4, 20.

Greek (Liddell-Scott)

δεδοικότως: ἐπιρρ. μετοχ.πρκμ. τοῦ δείδω,Φιλόστρ. 157.

Spanish (DGE)

adv. sobre part. perf. act. de δείδω medrosamente Ruf.Interrog.1, Philostr.VA 4.20.

Greek Monolingual

δεδοικότως (Α)
επίρρ. με φόβο, φοβισμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. δεδοικώς του παρακμ. δέδοικα του δείδω (πρβλ. δεδιότως)].