αΐδηλος
From LSJ
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
Greek Monolingual
ἀίδηλος, -ον (Α)
1. αυτός που καθιστά κάτι αόρατο, ολέθριος, καταστρεπτικός
2. αόρατος, άγνωστος
3. (ως επίθ. του Αδη) σκοτεινός, ζοφερός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Σύνθετη λ. < ἀ- στερητ. + ἰδ-εῖν + επίθημα -ηλος. Αρχική σημ. της λ. πρέπει να ήταν «ο ανυπόφορος στην όψη, που δεν βλέπεται», άρα «ο απεχθής», απ’ όπου αργότερα προήλθε η ενεργ. σημ. του «ολέθριος, καταστρεπτικός» και του «αφανισμένος, άφαντος, αόρατος, σκοτεινός»].