αγροτικός
From LSJ
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ ἀγροτικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αγρότες
2. αυτός που αποτελείται από αγρότες
3. αυτός που υποστηρίζει τα συμφέροντα τών αγροτών ή συναλλάσσεται με αυτούς
μσν.
ταπεινός, ασήμαντος, τιποτένιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγρότης (Ι) + κατάλ. -ικός].