αγοράζω
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
Greek Monolingual
(Α ἀγοράζω)
αποκτώ, προμηθεύομαι κάτι έναντι χρημάτων, ψωνίζω
νεοελλ.
1. προσπαθώ να εκμαιεύσω τις βαθύτερες σκέψεις, τις προθέσεις ή τους σκοπούς κάποιου, «του παίρνω λόγια»
2. παθ. αγοράζομαι
δωροδοκούμαι
3. (παθ. μτχ.) αγορασμένος, -η, -ο
αυτός που αποκτήθηκε με χρήματα, ο αγοραστός
4. φρ. «σέ πουλάει και σέ αγοράζει», για πανέξυπνο ή πονηρό άνθρωπο
αρχ.
1. συχνάζω στην αγορά
2. (για στρατιώτες) καταλαμβάνω τον τόπο της αγοράς
3. περιφέρομαι άσκοπα στην αγορά
4. (μέσο και παθ. με μέση σημ.) αγοράζω κάτι για τον εαυτό μου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγορά.
ΠΑΡ. αρχ. ἀγορασία, ἀγόρασις.