ακρατής
From LSJ
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → mine age is as nothing before thee
Greek Monolingual
-ές (Α ἀκρατής)
(με ηθ. σημ.) αυτός που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα πάθη του, να επιβληθεί στον εαυτό του, ασυγκράτητος, έκλυτος
αρχ.
1. ο δίχως σωματική δύναμη, αδύναμος
2. αυτός που δεν έχει εξουσία, επιβολή πάνω σε κάτι
3. αυτός που δεν κρατά το μέτρο στη χρήση ενός πράγματος, αχαλίνωτος
4. (για πράγματα) ο χωρίς έλεγχο ή μέτρο, ανεξέλεγκτος, άμετρος
5. (Νομ.) ο άκυρος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + -κρατὴς < κράτος.
ΠΑΡ. ακράτεια
αρχ.
ἀκρατεύομαι, ἀκρατόεις, ἀκρατῶ
μσν.
ἀκρατοσύνη.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀκρατόγελως
μσν.- νεοελλ.
ἀκρατοπότης
μσν.
ἀκρατόστομος, ἀκρατόφρων.