δοξοματαιόσοφος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A would-be philosopher, Epigr. ap. Hegesand. 1.
German (Pape)
[Seite 657] von eitlem Weisheitsdünkel, Philosophen, Ep. ad. 110 (App. 288).
Greek (Liddell-Scott)
δοξομᾰταιόσοφος: -ον, ὁ φανταζόμενος ἑαυτὸν σοφόν, Ἀνθ. Π. παραρτ. 288.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
philosophe infatué de son mérite.
Étymologie: δόξα, μάταιος, σοφός.
Spanish (DGE)
(δοξομᾰταιόσοφος) -ον
que cree fatua y vanamente ser sabio, Epigr.Adesp.FGE 1757.
Greek Monotonic
δοξομᾰταιόσοφος: -ον, αυτός που φαντάζεται ότι θα μπορούσε να είναι φιλόσοφος, ψευδοφιλόσοφος, δοκησίσοφος, μωρόσοφος, κενόσοφος, κατά φαντασία σοφός, σε Ανθ.
Middle Liddell
δοξο-μᾰταιό-σοφος, ον adj
a would-be philosopher, Anth.