καταγνάμπτω

From LSJ
Revision as of 11:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγνάμπτω Medium diacritics: καταγνάμπτω Low diacritics: καταγνάμπτω Capitals: ΚΑΤΑΓΝΑΜΠΤΩ
Transliteration A: katagnámptō Transliteration B: katagnamptō Transliteration C: katagnampto Beta Code: katagna/mptw

English (LSJ)

A bend down, AP4.3b.5 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1343] beugen, λόφον τενόντων Agath. prooem. 51 (IV, 3).

Greek (Liddell-Scott)

καταγνάμπτω: κατακάπτω, ‘Ανθ. Π. 4. 3, 51.

French (Bailly abrégé)

courber, recourber.
Étymologie: κατά, γνάμπτω.

Greek Monolingual

καταγνάμπτω (Α)
κατακάμπτω, κάνω κάτι να λυγίσει εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + γνάμπτω «κάμπτω»].

Greek Monotonic

καταγνάμπτω: μέλ. -ψω, κάμπτω, λυγίζω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

καταγνάμπτω: гнуть, склонять (λόφον αὐχήεντα Anth.).

Middle Liddell

fut. ψω
to bend down, Anth.