κυανοκρήδεμνος

From LSJ
Revision as of 13:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰνοκρήδεμνος Medium diacritics: κυανοκρήδεμνος Low diacritics: κυανοκρήδεμνος Capitals: ΚΥΑΝΟΚΡΗΔΕΜΝΟΣ
Transliteration A: kyanokrḗdemnos Transliteration B: kyanokrēdemnos Transliteration C: kyanokridemnos Beta Code: kuanokrh/demnos

English (LSJ)

ον, A with dark-blue κρήδεμνον, Q.S.4.381.

German (Pape)

[Seite 1521] mit dunkelblauem Schleier, Thetis, Qu. Sm. 4, 381. 5, 121.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνοκρήδεμνος: -ον, ἔχων βαθέως κυανοῦν κρήδεμνον, Κόϊντ. Σμ. 4. 381.

Greek Monolingual

κυανοκρήδεμνος, -ον (Α)
(ως επίθ. της Θέτιδος) αυτή που φορά βαθυκύανο κεφαλόδεσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + -κρήδεμνος (< κρήδεμνον «κεφαλόδεσμος»), πρβλ. καλλι-κρήδεμνος, λιπαρο-κρήδεμνος].