λαφυρεύω
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
A plunder, LXX Ju.15.11; λᾰφῡρ-έω, Aq.Is.59.15.
German (Pape)
[Seite 19] Beute machen, erbeuten, LXX., v. l. λαφυρέω.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰφυρεύω: λαφυραγωγῶ, λεηλατῶ, Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ΙΕ΄, 11).
Greek Monolingual
λαφυρεύω (Α) λάφυρον
λεηλατώ, διαγουμίζω, αρπάζω λάφυρα («καὶ ἐλαφύρευσεν πᾱς ὁ λαός... ἐφ' ἡμέρας τριάκοντα», ΠΔ).