μαζίσκη

From LSJ
Revision as of 14:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαζίσκη Medium diacritics: μαζίσκη Low diacritics: μαζίσκη Capitals: ΜΑΖΙΣΚΗ
Transliteration A: mazískē Transliteration B: maziskē Transliteration C: maziski Beta Code: mazi/skh

English (LSJ)

ἡ, = foreg., A barley-scone, Ar.Eq.1105, 1166.

Greek (Liddell-Scott)

μαζίσκη: ἡ, ὑποκορ. τοῦ μᾶζα, μικρὸν ζυμαρικὸν ἐκ κριθίνου ἀλεύρου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1105, 1166.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
galette d’orge.
Étymologie: μᾶζα.

Greek Monolingual

μαζίσκη, ἡ (ΑM) μᾱζα
μσν.
μικρή μάζα, μικρός σβώλος
αρχ.
μικρό ζυμαρικό από κριθαρένιο αλεύρι.

Greek Monotonic

μαζίσκη: ἡ, υποκορ. του μᾶζα, γλύκισμα από κριθάρι, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

μαζίσκη: ἡ лепешка Arph.

Middle Liddell

μαζίσκη, ἡ, [Dim. of μᾶζα,]
a barley-scone, Ar.