μυρμηκάνθρωποι
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
οἱ, A ant-men, title of play by Pherecrates, Ath. 6.229a.
German (Pape)
[Seite 220] οἱ, die Ameisenmenschen, Titel einer Comödie des Pherekrates, Ath. VI, 229.
Greek (Liddell-Scott)
μυρμηκάνθρωποι: οἱ, οἱ ἐκ μυρμήκων ἄνθρωποι, ἢ ἄνθρωποι ὡς μύρμηκες, κωμῳδία τοῦ Φερεκράτους, Ἀθήν. 229Α.
Greek Monolingual
μυρμηκάνθρωποι, οἱ (Α)
1. άνθρωποι οι οποίοι προέρχονται από μυρμήγκια ή άνθρωποι που μοιάζουν με μυρμήγκια
2. ως κύριο όν. Μυρμηγκάνθρωποι
τίτλος κωμωδίας του Φερεκράτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος «μυρμήγκι» + ἄνθρωπος.