προσεπικρούω
From LSJ
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
English (LSJ)
A strike against besides, λίθους πρὸς τὰ σκεύη D.C.36.49.
German (Pape)
[Seite 761] (s. κρούω), noch dazu darauf, daran schlagen, τὶ πρός τι, D. Cass. 36, 32.
Greek (Liddell-Scott)
προσεπικρούω: ἐπικρούω προσέτι, τι πρός τι Δίων Κάσ. 36. 32.
Greek Monolingual
Α ἐπικρούω
χτυπώ κάτι επάνω σε κάτι επί πλέον («οἱ δὲ καὶ λίθους πρὸς τὰ χαλκᾱ σκεύη προσεπέκρουσαν», Δίων Κάσσ.).