πυρόμαντις
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
εως, ὁ, and η, A fire-diviner, v.l. for τυρ-, Artem.2.69.
German (Pape)
[Seite 823] ὁ, ἡ, der aus dem Feuer Wahrsagende, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρόμαντις: -εως, ὁ, καὶ ἡ, διάφ. γραφ. ἀντὶ τυρ-, Ἀρτεμ. 2. 69· - πῠρο-μαντεία, ἡ, τὸ μαντεύεσθαι διὰ τοῦ πυρός, Βöckh Exph. Pind. σ. 152. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537.
Greek Monolingual
-άντεως, ο, και πυρόμαντις, -άντιδος, ἡ, ΝΜΑ, και πυρομάντης και θηλ. πυρομάντισσα Ν
αυτός που προφητεύει το μέλλον στηριζόμενος σε παρατηρήσεις της φωτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ, πυρός + μάντις.