ταχυεργός

From LSJ
Revision as of 12:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠεργός Medium diacritics: ταχυεργός Low diacritics: ταχυεργός Capitals: ΤΑΧΥΕΡΓΟΣ
Transliteration A: tachyergós Transliteration B: tachyergos Transliteration C: tachyergos Beta Code: taxuergo/s

English (LSJ)

όν, A doing or working quickly, Nonn.D.28.79; ὀπός ib.29.157; epith. of Horus, Sammelb.5620.14. II hasty, App.Pun.47, BC2.120, Adam.1.16.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχυεργός: -όν, ὁ ταχέως ποιῶν τι ἢ ἐργαζόμενος, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 5. 37. ΙΙ. ἄστατος, ἀσταθής, Ἀππ. Καρχηδ. 47, Ἐμφυλ. 2. 120, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
prompt à exécuter, diligent ; en mauv. part expéditif.
Étymologie: ταχύς, ἔργον.

Greek Monolingual

-ό / ταχυεργός, -όν, ΝΜΑ
Ο γρήγορος στη διεκπεραίωση ενός έργου
αρχ.
1. ευσπευσμένος, βιαστικός
2. ασταθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -εργός (< ἔργον), πρβλ. θρασυ-εργός].

Greek Monotonic

τᾰχυεργός: -όν (*ἔργω), αυτός που εργάζεται με γρήγορο ρυθμό, που κάνει κάτι γρήγορα.

Middle Liddell

τᾰχυ-εργός, όν [*ἔργω
working quickly.