τήτη
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, A want, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1109] ἡ, Mangel, Entbehrung, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
τήτη: ἡ, «ἀπορία, ἔνδεια, στέρησις» Ἡσύχ.· - ἐκ ταύτης τῆς λέξεως γίνεται τὸ ῥῆμα τητάομαι.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀπορία, ἔνδεια, στέρησις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. τητῶμαι].