φαρμακόω

From LSJ
Revision as of 13:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκόω Medium diacritics: φαρμακόω Low diacritics: φαρμακόω Capitals: ΦΑΡΜΑΚΟΩ
Transliteration A: pharmakóō Transliteration B: pharmakoō Transliteration C: farmakoo Beta Code: farmako/w

English (LSJ)

A medicate, φαρμακώσαισ' ἀντίτομα ὀδυνᾶν having endued them with healing power against pains, Pi.P.4.221. II in Pass., to be poisoned, μελίκρατον πεφαρμακωμένον Plu.2.768d; of an arrow, Dsc.Eup.2.144 (v. l.). 2 to be bewitched, POxy.1477.20 (iii/iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 1257] = φαρμάσσω, φαρμακεύω, vergiften; aber ἐλαίῳ φαρμακώσαισα ἀντίτομα ist = mit Oel heilkräftig mischend, Pind. P. 4, 221; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκόω: ἀναμιγνύω μετὰ φαρμάκου, σὺν δ’ ἐλαίῳ φαρμακώσαισ’ ἀντίτομα ὀδυνᾶν δῶκε χρίεσθαι, μίξασα μετ’ ἐλαίου ἀλεξιφάρμακα ὀδυνῶν ἔδωκεν ἡ Μήδεια τῷ Ἰάσονι χρίεσθαι, Πινδ. Π. 4. 393· πεφαρμακωμένον μελίκρατον Πλούτ. 768C. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., ἐμβάπτομαι εἰς δηλητήριον, τοὺς τρωθέντας ὑπὸ βέλους φαρμακωθέντος Διοσκ. περὶ Εὐπορ. 2. 140. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, μὴ φαρμακωθεὶς ἀποθάνῃ Μοσχόπ. π. Σχεδῶν ἐν λέξ. ἐξενεγκεῖν.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
empoisonner.
Étymologie: φάρμακον.

English (Slater)

φαρμᾰκόω
   1 compound σὺν δ' ἐλαίῳ φαρμακώσαισ ἀντίτομα στερεᾶν ὀδυνᾶν (sc. Μέδοισα) (P. 4.221)

Greek Monotonic

φαρμᾰκόω: μέλ. -ώσω, χαρίζω θεραπευτική δύναμη, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

φαρμᾰκόω:
1) отравлять: μελίκρατον πεφαρμακωμένον Plut. отравленная смесь меда с молоком;
2) (о снадобье) смешивать, приготовлять (ἀντίτομα σὺν ἐλαίῳ Pind.).

Middle Liddell

φαρμᾰκόω, fut. -ώσω
to endue with healing power, Pind.