φυλακτός
From LSJ
Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοί → Pylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)
English (LSJ)
ή, όν, A capable of being preserved, ὑγίεια Alex.Aphr.Febr.22.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φυλάσσω
1. αυτός που μπορεί να περιφρουρηθεί, να προστατευτεί («φυλακτὸν ἡ ὑγεία», Αλέξ. Αφρ.)
2. αυτός τον οποίον αξίζει κανείς να φυλάγει, να προσέχει, αξιόλογος.