ἀνουθέτητος

From LSJ
Revision as of 19:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνουθέτητος Medium diacritics: ἀνουθέτητος Low diacritics: ανουθέτητος Capitals: ΑΝΟΥΘΕΤΗΤΟΣ
Transliteration A: anouthétētos Transliteration B: anouthetētos Transliteration C: anouthetitos Beta Code: a)nouqe/thtos

English (LSJ)

ον, A unwarned, unadmonished, Isoc.2.4, D.Ep.3.11. 2 that will not be warned, Men.Mon.49, Plu.2.283f.

German (Pape)

[Seite 242] ungewarnt, Isocr. 2, 4; der sich nicht warnen läßt, Dem. ep. 3; Clem. Al.; παῤῥησία Man. monost. 49.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνουθέτητος: -ον, ὁ μὴ νουθετηθείς, Ἰσοκρ. 15C: 2) ὁ μὴ θέλων νὰ ἀκούσῃ νουθεσίαν, Δημ. 1477.14, Μενάνδρου Μονόστ. 49.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non blâmé, non averti.
Étymologie: ἀ, νουθετέω.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no admite consejosde los tiranos ἀνουθέτητοι διατελοῦσιν Isoc.2.4, de Filipo, D.Ep.3.11, λόγοι Ph.2.266 (I p.211)
de ahí ἀνουθέτητόν ἐστιν ἡ παρρησία Men.Mon.60, fig. θάλασσα Cyr.Al.M.69.528B.
2 incurable νόσος Cyr.Al.M.73.665C.
3 inexorable ἡ θεία τε καὶ ἀ. ὀργή Cyr.Al.M.70.356C.
4 subst. τὸ ἀ. lo incorregible Plu.2.283f.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνουθέτητος, -ον)
εκείνος που δεν νουθετήθηκε, που δεν καθοδηγήθηκε με συμβουλές
αρχ.-μσν.
ανεπίδεκτος νουθεσίας.

Russian (Dvoretsky)

ἀνουθέτητος:
1) непредостереженный, непредупрежденный Isocr.;
2) не слушающий никаких предупреждений, неисправимый Dem., Men., Plut.