ἀντισχυρίζομαι

From LSJ
Revision as of 19:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντισχῡρίζομαι Medium diacritics: ἀντισχυρίζομαι Low diacritics: αντισχυρίζομαι Capitals: ΑΝΤΙΣΧΥΡΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: antischyrízomai Transliteration B: antischyrizomai Transliteration C: antischyrizomai Beta Code: a)ntisxuri/zomai

English (LSJ)

Med., A to be stiff in maintaining a contrary opinion, Th.3.44; πρός τι Plu.2.535e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντισχῡρίζομαι: μέσ., διισχυρίζομαι τὸ ἐναντίον, Θουκ. 3. 44· ἀνθίσταμαι, ἐναντιοῦμαι, πρός τι Πλούτ. 2. 535Ε.

French (Bailly abrégé)

persister à soutenir une opinion contraire.
Étymologie: ἀντί, ἰσχυρίζομαι.

Spanish (DGE)

mantenerse firme en la opinión contraria περὶ τοῦ ἐς τὸ μέλλον καλῶς ἔχοντος Th.3.44, πρὸς ἀμφότερα Plu.2.535e.

Greek Monolingual

ἀντισχυρίζομαι (Α)
1. ισχυρίζομαι το αντίθετο
2. αντιτίθεμαι σε κάτι.

Russian (Dvoretsky)

ἀντισχῡρίζομαι: твердо отстаивать противоположное мнение, не уступать (πρός τινα Plut.): ἀντισχυριζόμενος τἀναντία γιγνώσκω Thuc. я решительно убежден в обратном.