ἀπότμημα

From LSJ
Revision as of 21:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπότμημα Medium diacritics: ἀπότμημα Low diacritics: απότμημα Capitals: ΑΠΟΤΜΗΜΑ
Transliteration A: apótmēma Transliteration B: apotmēma Transliteration C: apotmima Beta Code: a)po/tmhma

English (LSJ)

ατος, τό, A anything cut off, piece, Hp.Art.38, Gp.1.14.12.

German (Pape)

[Seite 331] τό, der Abschnitt, Ausschnitt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπότμημα: τό, τὸ τμηθέν, κοπὲν ἀπό τινος, τεμάχιον, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 803. Ἐντεῦθεν τὸ ῥῆμα ἀποτμηματίζω, χωρίζω, διαιρῶ εἰς τμήματα, εἰς δύο ἀποτμηματίσας τὴν στρατιὰν Νικήτ. Χρον. 125D.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Alolema(s): dór. ἀπότμαμα Archim.Con.Sph.p.158, Fluit.2.2
1 trozo, pedazo πλεύμονος προβάτου Hp.Art.38, ἵππου ποταμίου τῆς δορᾶς ἀ. Gp.1.14.12, εἰς ἀποτμήματα del Mar Rojo dividido en dos partes Aq.Ps.135.13.
2 geom. segmento τοῦ κύκλου Euc.12.2, cf. 10, 11, 12, κώνου Archim.l.c., cf. Fluit.2.2, Eratosth.12 (p.116), Zenodorus Mathematicus en Theo Al.in Ptol.p.362.7, Eutoc.in Sph.Cyl.p.28.

Greek Monolingual

ἀπότμημα, το (Α) αποτέμνω
κομμάτι, τεμάχιο.