ἀρτιθαλής

From LSJ
Revision as of 23:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → there is no shame in, not knowing, inquiring

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτιθᾰλής Medium diacritics: ἀρτιθαλής Low diacritics: αρτιθαλής Capitals: ΑΡΤΙΘΑΛΗΣ
Transliteration A: artithalḗs Transliteration B: artithalēs Transliteration C: artithalis Beta Code: a)rtiqalh/s

English (LSJ)

ές, A just budding or blooming, AP5.197 (Mel.); ἐλπίδες Epigr.Gr.348 (Cius); of persons, Nonn.D.3.312,al.

German (Pape)

[Seite 362] στέφανος, eben aufblühend, Mel. 65 (V, 198); übertr., κοῦρος Nonn. D. 9, 201.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτιθᾰλής: -ές, μόλις βλαστάνων ἢ ἀνθῶν, Ἀνθ. Π. 5. 198· ἐλπίδες Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 348.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
frais éclos.
Étymologie: ἄρτι, θάλλω.

Spanish (DGE)

(ἀρτῐθᾰλής) -ές
I 1recién florecido στέφανοι AP 5.198 (Mel.), κῆπος Nonn.D.2.78.
II 1fig. de pers. en la flor de la edad ἄλοχος IUrb.Rom.1184 (II d.C.), κούρη Nonn.D.14.161, cf. 10.249, Par.Eu.Io.9.21
de anim. tierno νεβρός Nonn.D.11.85.
2 de abstr. apenas florecido ἐλπίδες IKios 88.2 (II d.C.).

Greek Monolingual

ἀρτιθαλής, -ές (AM)
αυτός που τώρα μόλις πετάει βλαστάρια ή άνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -θαλής < θάλλω (πρβλ. αειθαλής, αμφιθαλής)].

Greek Monotonic

ἀρτιθᾰλής: -ές (θάλλω), αυτός που μόλις άνθισε ή βλάστησε, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτιθᾰλής: недавно расцветший, т. е. свежий (στέφανος Anth.).

Middle Liddell

θάλλω
just budding or blooming, Anth.