ἐπινοητικός
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
English (LSJ)
ή, όν, A inventive, of a writer, Longin.4.1; ἐ. τοῦ διασῴζειν ἑαυτόν Ath.7.310f. 2. due to reflection, φάσμα Epicur. Nat.362.
German (Pape)
[Seite 966] ή, όν, erfinderisch, τοῦ διασώζειν αὑτόν Ath. VII, 310 f; Longin.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπινοητικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἱκανότητα νὰ ἐπινοῇ, ἐπὶ ῥήτορος, Λογγῖν. 4· ἐπὶ ἰχθύων, λέγεται δὲ ὅτι καὶ συνέσει τῶν ἄλλων ἰχθύων διαφέρει (ὁ λάβραξ) ἐπινοητικὸς ὢν τοῦ διασῴζειν ἑαυτὸν Ἀθήν. 310F. - Ἐπίρρ. ἐπινοητικῶς, Ὠριγέν. ΙΙ. 100D.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐπινοητικός, -ή, -όν) επινοώ
αυτός που έχει την ικανότητα να επινοεί, ο εφευρετικός, ο πολυμήχανος
αρχ.
(για είδωλο) αυτός που σχηματίζεται στον νου.
επίρρ...
επινοητικά (Α ἐπινοητικῶς)
κατ’ επινόηση, εφευρετικά.