ὀλιγόσιτος

From LSJ
Revision as of 12:25, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγόσῑτος Medium diacritics: ὀλιγόσιτος Low diacritics: ολιγόσιτος Capitals: ΟΛΙΓΟΣΙΤΟΣ
Transliteration A: oligósitos Transliteration B: oligositos Transliteration C: oligositos Beta Code: o)ligo/sitos

English (LSJ)

ον, A eating little or moderately, Pherecr.1, Phryn.Com.23.

German (Pape)

[Seite 322] wenig essend, Pherecrat. bei Ath. VI, 248 b.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγόσῑτος: -ον, ὁ ἐσθίων ὀλίγον ἢ μετρίως, Φερεκρ. ἐν «Ἀγαθοῖς» 1, Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Μονοτρόπῳ» 5. - ὀλῐγοσῑτέω, τρώγω ὀλίγον, Ἱππ. π. Ἀγμ. 769 - ὀλῐγοσῑτία, ἡ, τὸ ἐσθίειν ὀλίγον, ἐγκράτεια περὶ τὴν τροφήν, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 10, 9, Προβλ. 1. 39.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange peu, sobre, frugal.
Étymologie: ὀλίγος, σῖτος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀλιγόσιτος, -ον)
αυτός που αρκείται σε λίγο φαγητό, λιγόφαγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -σίτος (< σῖτος), πρβλ. ομό-σιτος].

Greek Monotonic

ὀλῐγόσῑτος: -ον, αυτός που τρώει λίγο, λιγόφαγος.

Middle Liddell

ὀλῐγό-σῑτος, ον,
eating little.